Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταγωγή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ori`gine ~f~, discende`nza ~f~ τόπος καταγωγής == luogo d'origine | ντρέπεται για την καταγωγή του == si vergogna delle sue origini | ταπεινής καταγωγής == di umili origini | ελληνικής καταγωγής == di origine greca
2 ((per estensione)) provenie`nza ~f~, ori`gine ~f~ η καταγωγή ενός όρου == la provenienza di un termine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταγράφω καταγώγιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---