Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταδεκτικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 compatime`nto ~m~
2 compiace`nza ~f~
3 condiscende`nza ~f~

καταδεχτικότητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [καταδεκτικότητα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταδεκτικός καταδέχομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---