Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταδικάζω
ρήμα μεταβατικό 1 condanna`re τον καταδίκασαν σε ισόβια == l'hanno condannato all'ergastolo 2 (fig) biasima`re, disapprova`re, condanna`re μη με καταδικάζεις πριν με ακούσεις == non condannarmi prima ancora di avermi ascoltato! 3 (fig) dichiara`re inguari`bile, dare per spaccia`to, condanna`re οι γιατροι την έχούν καταδικάσει == i medici la danno per spacciata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |