Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταδέχομαι  
ρήμα παθητικό

1 degna`rsi δεν καταδέχεται ούτε να μας χαιρετήσει == non si degna neppure di salutarci
2 considera`re degno πλούτισε και δεν μας καταδέχεται πια == adesso che si è arricchito, non ci considera più degni di lui | δεν την καταδέχεται την παρέα μας == non ci considera degni della sua compagnia
3 abbassa`rsi δεν θα καταδεχτώ ποτέ τη βοήθειά του == non mi abbasserò mai a chiedere il suo aiuto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταδεκτικότητα καταδεχτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---