Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρακάξα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 zoologia gazza ~f~
2 (fig) donna ~f~ brutta e pette`gola, corna`cchia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καραϊβικός καρακόλι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---