Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καραδοκώ  
ρήμα μεταβατικό

spia`re l'occasio`ne, aspetta`re il mome`nto propi`zio o opportu`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καραγωγέας καραϊβικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---