Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαραγκιόζης
ουσιαστικό αρσενικό 1 persona`ggio ~m~ principa`le, lazzaro`ne ~m~, scaltro e sempre affama`to, del tea`tro delle ombre in Gre`cia 2 ((per estensione)) il tea`tro ~m~ delle ombre in Gre`cia 3 (fig) buffo`ne ~m~, paglia`ccio ~m~ κάνει συνέχεια τον καραγκιόζη == fa sempre il buffone permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |