Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καραβοτσακισμένος  
επίθετο

1 marineria che è naufraga`to
2 (fig) rovina`to, falli`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καραβοστάσι καραγιαπί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---