Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καραβοκύρης  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((popolare)) proprieta`rio ~m~ di una nave
2 capita`no ~m~ di una nave

καραβοκύρισσα
ουσιαστικό αρσενικό

femminile di [καραβοκύρης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καραβίδα καραβομαραγκός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---