Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κακοσυστημένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κακοσυστημένος  
επίθετο

participio passato del verbo [κακοσυστήνω]

permalink
‹ κακοσυνηθισμένος
κακοσχηματισμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κακοσυνεύω {κακοσύνεψ...
κακοσύνη [θηλ.ουσ]
κακοσυνηθίζω {κακοσυνήθ...
κακοσυνηθίζω {κακοσυνήθ...
κακοσυνηθισμένος [επίθ.]
κακοσυστημένος [επίθ.]
κακοσχηματισμένος [επίθ.]
κακόσχημος [επίθ.]
κακοτάξιδος [επίθ.]
κακοτεχνία {κακοτεχνι...
κακότεχνος [επίθ.]
κακότητα [θηλ.ουσ]
κακοτοπιά [θηλ.ουσ]
κακοτράχαλος [επίθ.]
κακοτροπία [θηλ.ουσ]
κακότροπος [επίθ.]
κακοτυπωμένος [επίθ.]
Κακοτυπώνω [ρ.]
κακοτυχία, (raro) κακοτυχιά [θηλ.ουσ]
κακότυχος [επίθ.]


{{ID:KAKOSYSTHMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti