Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγηραιός
επίθετο attempa`to; anzia`no; ve`cchio η Γηραιά Ήπειρος==il Vecchio Continente γηραιότατος επίθετο superlativo di [γηραιός] γηραιότερος επίθετο 1 comparativo di [γηραιός] 2 anzia`no 3 maggio`re 4 se`nior permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |