Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγδάρσιμο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 scuoiame`nto ~m~; spellatu`ra ~f~; scorticame`nto ~m~; scorticatu`ra ~f~ γδάρσιμο κουνελιού==spellatura di un coniglio 2 scorticatu`ra ~f~; spelatu`ra ~f~; abrasio`ne ~f~ το γδάρσιμο στο γόνατο με τσούζει πολύ==la spellatura del ginocchio mi brucia tanto | τα πόδια του ήταν γεμάτα γδαρσίματα==aveva le gambe tutte scorticate 3 ((figurato)) lo spella`re, lo spenna`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |