Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαργάρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 gargari`smo ~m~
2 colluto`rio ~m~; soluzio`ne ~f~ per gargari`smi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαργαντούας γαργαρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---