Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαργαλιστικός
επίθετο 1 che solle`tica 2 ((figurato)) eccita`nte; alletta`nte; stuzzica`nte; picca`nte γαργαλιστικό θέαμα==spettacolo eccitante | γαργαλιστική πρόταση==proposta allettante | γαργαλιστικά ανέκδοτα==barzellette piccanti γαργαλιστικότατος επίθετο superlativo di [γαργαλιστικός] γαργαλιστικότερος επίθετο comparativo di [γαργαλιστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |