Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαρίφαλο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 botanica garo`fano ~m~ 2 gastronomia chio`do ~m~ di garo`fano γαρούφαλο ουσιαστικό ουδέτερο variante popolare di [γαρίφαλο ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |