Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευρωστία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 robuste`zza ~f~, vigori`a ~f~ fi`sica, vigo`re ~m~
2 ((figurato)) stabilità ~f~ econo`mica κινδυνεύει η οικονομική ευρωστία της χώρας μας == la stabilità economica del nostro paese è in pericolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευρωσοσιαλιστής εύρωστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---