Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΕυρωπαία
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ευρωπαίος ^-ου, ο^] Ευρωπαίος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ dell'Euro`pa, europe`o ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |