Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευόδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

buon e`sito ~m~, e`sito ~m~ favore`vole, riusci`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευοδώνομαι ευοίωνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---