Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευγοδώνω
ρήμα μεταβατικό variante di [ευοδώνω] ευοδώνομαι ρήμα παθητικό ave`re buon e`sito / e`sito favore`vole oι προσπάθειές μας επιτέλους ευοδώθηκαν == finalmente, i nostri tentativi hanno avuto buon esito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |