Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευγοδώνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ευοδώνω]

ευοδώνομαι
ρήμα παθητικό

ave`re buon e`sito / e`sito favore`vole oι προσπάθειές μας επιτέλους ευοδώθηκαν == finalmente, i nostri tentativi hanno avuto buon esito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευγνώμων ευγονική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---