Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευδιάθετος  
επίθετο

di buon umo`re σήμερα ξυπνησα ευδιάθετoς == oggi mi sono svegliato di buon umore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευδιάθετα ευδιάκριτα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι ευδιάθετος [-η] = essere di buonumore


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---