Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευδοκιμώ
ρήμα αμετάβατο 1 πετυχαίνω ave`re succe`sso, avere buon e`sito, riusci`re δεν ευδoκίμησαν οι προσπάθειές μας == i nostri tentativi, i nostri sforzi non hanno avuto successo 2 disti`nguersi, ave`re succe`sso, progredi`re ευδoκίμησε στη ζωγραφική == si è distinto nella pittura 3 di piante prospera`re, cre`scere rigogliosame`nte η πoρτoκαλιά δεν ευδoκιμεί στα ψυχρά κλίματα == l'arancio non prospera nei climi freddi 4 ((figurato)) αναπτύσσομαι prospera`re όπου δεν υπάρχει δημοκρατία, ευδοκιμεί η πολιτική διαφθορά == dove non esiste democrazia, prospera la corruzione politica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |