Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευελπιστώ  
ρήμα αμετάβατο

spera`re, ave`re buo`ne spera`nze, e`ssere speranzo`so ευελπιστώ για το μέλλον == avere delle buone speranze per il futuro | ευελπιστεί να κερδίσει στο πρoπό == è speranzoso di vincere al totocalcio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εύελπις ευέξαπτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---