Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευεργέτης  
ουσιαστικό αρσενικό

benefatto`re ~m~ ευεργέτης της ανθρωπότητας == benefattore dell'umanità

ευεργέτιδα
ουσιαστικό θηλυκό

benefattrice

ευεργέτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ευεργέτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευεργετημένος ευεργετικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---