Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευεργεσίες  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 o`pere ~fp~ di benefice`nza
2 o`pere ~fp~ di miserico`rdia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευεργεσία ευεργετηθείς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---