Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευεξία
ουσιαστικό θηλυκό bene`ssere ~m~, buo`no stato ~m~ di salu`te αίσθηση ευεξίας == un senso di benessere | οικονομική ευεξία == benessere economico, agiatezza, prosperità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |