Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευνοούμαι
ρήμα παθητικό ευνοώ ρήμα μεταβατικό 1 favori`re τον ευνοούν επειδή είναι συγγενής του προϊσταμένου == lo favoriscono perché è un parente del capufficio 2 favori`re, aiuta`re o καιρός ευνοεί τα σχέδιά μας == il tempo favorisce i nostri piani | η μοίρα ευνοεί τους τολμηρούς == la fortuna aiuta gli audaci 3 e`ssere dispo`sto favorevolme`nte, vede`re di buon o`cchio oι γονείς τoυς δεν ευνοούν αυτό το γάμο == i loro genitori non vedono di buon occhio questo matrimonio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |