Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευπαθέστατος
επίθετο

superlativo di [ευπαθής]

ευπαθέστερος
επίθετο

comparativo di [ευπαθής]

ευπαθής  
επίθετο

1 de`bole, delica`to, cagione`vole di salu`te ευπαθής οργανισμός == organismo debole
2 tecnologia sensi`bile ευπαθής σεισμογράφος == sismografo sensibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευπάθεια ευπαρουσίαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---