Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ευπλαστότητα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ευπλαστότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 docilità ~f~
2 lavorabilità ~f~
3 malleabilità ~f~
4 plasmabilità ~f~
5 plasticità ~f~

permalink
‹ εύπλαστος
ευπορία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εύπεπτος [επίθ.]
ευπεψία [θηλ.ουσ]
ευπιστία [θηλ.ουσ]
εύπιστος [επίθ.]
εύπλαστος [επίθ.]
ευπλαστότητα [θηλ.ουσ]
ευπορία [θηλ.ουσ]
εύπορος [επίθ.]
ευπορότατος [επίθ.]
ευπορότερος [επίθ.]
ευπορώ {ευπορείς....
ευπορώτατος [επίθ.]
ευπορώτερος [επίθ.]
ευπραγία {χωρ. πληθ...
ευπρέπεια {-ας κ. -ε...
ευπρεπέστατος [επίθ.]
ευπρεπέστερος [επίθ.]
ευπρεπής {ευπρεπ-ού...
ευπρεπίζομαι [ρ. παθ.]
ευπρεπίζω {ευπρέπισ-...


{{ID:EYPLASTOTHTA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti