Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευπρεπέστατος
επίθετο

superlativo di [ευπρεπής]

ευπρεπέστερος
επίθετο

comparativo di [ευπρεπής]

ευπρεπής  
επίθετο

1 decoro`so, dece`nte, dignito`so, disti`nto ευπρεπές ντύσιμο == abbigliamento decoroso
2 corre`tto, a modo, compo`sto, educa`to ευπρεπής στάση == atteggiamento composto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευπρέπεια ευπρεπίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---