Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευπρεπώς  
επίρρημα

in modo dece`nte, decenteme`nte, decorosame`nte, dignitosame`nte ντυμένος ευπρεπώς == vestito in un modo decente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευπρεπισμός ευπρόβλεπτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---