Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευπρεπίζομαι
ρήμα παθητικό

1 adorna`rsi
2 rassetta`rsi
3 ravvia`rsi

ευπρεπίζω  
ρήμα μεταβατικό

sistema`re, assetta`re, rassetta`re, me`ttere in o`rdine, migliora`re l'aspe`tto πρέπει να ευπρεπίσεις το γραφείο σου == devi assettare il tuo ufficio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευπρεπής ευπρεπισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---