Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευλάβεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 devozio`ne ~f~ παρακoλoυθώ με ευλάβεια τη θεία λειτουργία == seguire la messa con devozione
2 ((per estensione)) devozio`ne ~f~, rispe`tto ~m~ άκούγε τον πατέρα του με θρησκευτική ευλάβεια == ascoltava religiosamente le parole del padre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευκτική ευλαβέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---