Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευκρινέστατος
επίθετο

superlativo di [ευκρινής]

ευκρινέστερος
επίθετο

comparativo di [ευκρινής]

ευκρινής  
επίθετο

1 ni`tido, chia`ro, ben delinea`to, ben disti`nto ευκρινής εικόνα == immagine nitida
2 ((figurato)) chia`ro, preci`so, ni`tido ευκρινής λόγος == linguaggio chiaro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευκρίνεια ευκρινώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---