Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευλογημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [ευλογάω] 2 benedetto ευλoγημένoς o ερχόμενoς εν oνόματι Kυρίoυ == benedetto colui che viene nel nome del Signore | ευλoγημένη η ώρα πoυ… == benedetta l'ora che… | ευλογημένος τόπος == terra benedetta 3 ((figurato)) rimprovero benevolo benede`tto ευλoγημένo για παιδί, του το 'χα πει πως θα το φάει το κεφάλι του αν τρέχει έτσι! == benedetto ragazzo, gliel'avevo detto che correndo in quel modo sarebbe finito all'ospedale! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |