ευλογάω
ρήμα μεταβατικό
variante di [ευλογώ]
ευλογιέμαι
ρήμα παθητικό
ευλογούμαι
ρήμα παθητικό
ευλογώ
ρήμα μεταβατικό
1 loda`re, esalta`re ευλογώ τον Κύριο == lodare il Signore
2 benedi`re, dare la pro`pria benedizio`ne μας ευλόγησε παπάς == il prete ci ha benedetto