Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευλογάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ευλογώ]

ευλογιέμαι
ρήμα παθητικό


ευλογούμαι
ρήμα παθητικό


ευλογώ  
ρήμα μεταβατικό

1 loda`re, esalta`re ευλογώ τον Κύριο == lodare il Signore
2 benedi`re, dare la pro`pria benedizio`ne μας ευλόγησε παπάς == il prete ci ha benedetto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εύληπτος ευλογημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---