Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευκολύνω
ρήμα μεταβατικό 1 facilita`re, agevola`re αυτό το μηχάνημα ευκoλύνει τη δουλειά μας == questa macchina ci facilita il lavoro 2 ((figurato)) aiuta`re, specialme`nte economicame`nte, socco`rrere πάντα τον ευκόλυνα όταν είχε ανάγκη == l'ho sempre aiutato nel momento del bisogno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |