Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εύκολος  
επίθετο

1 fa`cile εύκολο διαγώνισμα == esame facile
2 di persona accomoda`nte, tratta`bile, fa`cile da tratta`re o άντρας της είναι εύκολος άνθρωπoς == suo marito è una persona accomodante | δεν έχει εύκολο χαρακτήρα == non ha un carattere facile
3 di donne fa`cile, di fa`cili costu`mi

ευκολότατος
επίθετο

superlativo di [εύκολος]

ευκολότερος
επίθετο

comparativo di [εύκολος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευκολόπιστος ευκολύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---