Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευκολία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 facilità ~f~ μαθαίνει με ευκολία == impara con facilità | εκφράζεται με ευκολία == si esprime con facilità | νίκησε με μεγάλη ευκολία == ha vinto con grande facilità
2 agevolazio`ne ~f~, facilitazio`ne ~f~ ευκολίες πληρωμής == facilitazioni di pagamento

ευκολίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

άνεση comodità ~fp~, comfort ~m~ σπίτι με όλες τις ευκολίες == casa con tutte le comodità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εύκολα ευκολοδιάβαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---