Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξισώνομαι
ρήμα παθητικό 1 pareggia`rsi 2 uguaglia`rsi εξισώνω ρήμα μεταβατικό pareggia`re, porre / me`ttere allo stesso live`llo, livella`re, uguaglia`re εξισώνω τα έσοδα με τα έξοδα == pareggiare le entrate e le uscite | o θάνατoς εξισώνει όλούς τους ανθρώπoυς == la morte uguaglia tutti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |