Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εποπτεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sorveglia`nza ~f~, vigila`nza ~f~ υπό την επoπτεία των Ηνωμένων Εθνών == sotto la sorveglianza delle Nazioni Unite
2 percezio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εποποιΐα εποπτεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---