Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επουλώνομαι
ρήμα παθητικό

rimargina`rsi, cicatrizza`rsi

επουλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 rimargina`re, cicatrizza`re
2 ((figurato)) rimargina`re, sana`re o χρόνος επουλώνει τις πληγές == il tempo rimargina ogni ferita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έπος επούλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---