Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεποχή
ουσιαστικό θηλυκό 1 ιστορική e`poca ~f~, età ~f~ η κλασική εποχή == l'epoca classica | η εποχή του Περικλή == l'età di Pericle 2 geologia età ~f~, era ~f~ η εποχή του χαλκού == l' età del rame 3 stagio`ne ~f~ oι τέσσερις εποχές του έτoυς == le quattro stagioni dell'anno | η εποχή της σποράς == la stagione della semina | στην εποχή μου == ai miei tempi | άφησε εποχή == fece epoca | η εποχή των ισχνών αγελάδων == il tempo delle vacche magre | ζω σε άλλη εποχή == vivere in un'altra epoca permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαεκτός εποχής = fuori stagione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |