Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έπος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 poe`ma ~m~ e`pico, e`pos ~m~ τα oμηρικά έπη == i poemi omerici
2 ((figurato)) epope`a ~f~+++μ' έπoς, αμ' έργoν == detto fatto | ως έπoς ειπείν == per dirla in breve | έπεα πτερόεντα == verba volant

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επόπτρια επουλώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---