Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εποποιΐα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lo scri`vere ~m~ una poesi`a e`pica
2 epope`a ~f~, poe`ma ~m~ e`pico
3 ((figurato)) epope`a ~f~, impre`sa ~f~ e`pica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εποξείδιο εποπτεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---