Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίλογος
ουσιαστικό αρσενικό 1 letteratura epi`logo ~m~ 2 ((figurato)) epi`logo ~m~, conclusio`ne ~f~ δραματικός επίλoγoς γάμού == drammatico epilogo di un matrimonio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |