Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εντολή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 o`rdine, coma`ndo δίνω εντολές == dare ordini | εκτελώ εντολές == eseguire ordini | οι Δέκα Εντολές == religione i Dieci Comandamenti
2 diritto manda`to
3 informatica o`rdine κατ' εντολήν == per ordine di

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εντολές εντολοδότης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι Δέκα Εντολές [f.] = i dieci comandamenti [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---