Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεντοιχισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [εντοιχίζω] 2 a muro εντοιχισμένη ντουλάπα == armadio a muro permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη εντοιχισμένη ντουλάπα = armadio [αρσ.] a muro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |