Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεντοιχίζομαι
ρήμα παθητικό εντοιχίζω ρήμα μεταβατικό 1 mura`re, incastra`re nel muro εντοιχίζω μία πλάκα == murare una lapide | εντοιχίζω ένα ντουλάπι == incastrare nel muro un armadietto 2 mura`re, chiu`dere dentro un muro o δολοφόνος εντοίχιζε ζωντανά τα θύματά του == l'assassino murava vive le sue vittime permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |