Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεντολοδότης
ουσιαστικό αρσενικό 1 manda`nte ~mf~ 2 mandata`rio ~m~ εντολοδότρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εντολοδότης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |