Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εναργέστατος
επίθετο

superlativo di [εναργής]

εναργέστερος
επίθετο

comparativo di [εναργής]

εναργής  
επίθετο

chia`ro, ni`tido, li`mpido, vi`vido εναργής περιγραφή == descrizione vivida | o εναργής λόγος ενός συγγραφέα == la prosa limpida di uno scrittore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενάργεια εναργώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---